- Λαμψακηνός
- Λαμψακηνόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαμψακηνός — ή, ό (Α λαμψακηνός, ή, όν) [Λάμψακος] αυτός που προέρχεται από τη Λάμψακο αρχ. φρ. «λαμψακηνοὶ στατῆρες» χρυσά νομίσματα που κόπηκαν στη Λάμψακο … Dictionary of Greek
Ιδομενέας ο Λαμψακηνός — (περ. 325 – περ. 270 π.Χ.). Ιστοριογράφος από τη Λάμψακο. Ήταν φίλος του Επίκουρου. Αρχικά έγινε γνωστός αναπτύσσοντας πολιτική δράση στη γενέτειρά του. Είναι γνωστά τρία βιογραφικά έργα του: Περί των Σωκρατικών, Περί δημαγωγών, το οποίο… … Dictionary of Greek
Κωλώτης ο Λαμψακηνός — (3ος αι. π.Χ.). Επικούρειος φιλόσοφος. Υποστήριζε με θέρμη τις αρχές του διδασκάλου του, Επίκουρου, και καταπολεμούσε τα υπόλοιπα φιλοσοφικά ρεύματα, ιδιαίτερα τις θεωρίες του Πλάτωνα, εναντίον του οποίου έγραψε Προς τον Πλάτωνος Λύσιν και Προς… … Dictionary of Greek
Λαμψακηνῶν — Λαμψακηνός fem gen pl Λαμψακηνός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαμψακηνόν — Λαμψακηνός masc acc sg Λαμψακηνός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαμψακηνοῖς — Λαμψακηνός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαμψακηνοῖσι — Λαμψακηνός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαμψακηνοί — Λαμψακηνός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαμψακηνοῦ — Λαμψακηνός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαμψακηνούς — Λαμψακηνός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)